ενδιαφέρων
Greek
Etymology
Present participle of the verb ενδιαφέρω (endiaféro).
Declension
Declension of ενδιαφέρων
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ενδιαφέρων • | ενδιαφέρουσα • | ενδιαφέρον • | ενδιαφέροντες • | ενδιαφέρουσες • | ενδιαφέροντα • |
genitive | ενδιαφέροντος • | ενδιαφέρουσας • / ενδιαφερούσης • | ενδιαφέροντος • | ενδιαφερόντων • | ενδιαφερουσών • | ενδιαφερόντων • |
accusative | ενδιαφέροντα • | ενδιαφέρουσα • | ενδιαφέρον • | ενδιαφέροντες • | ενδιαφέρουσες • | ενδιαφέροντα • |
vocative | ενδιαφέρων • | ενδιαφέρουσα • | ενδιαφέρον • | ενδιαφέροντες • | ενδιαφέρουσες • | ενδιαφέροντα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ενδιαφέρων, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ενδιαφέρων, etc.) |
Related terms
- see: ενδιαφέρω (endiaféro, “to interest”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.