εμποροπλοίαρχος
Greek
Noun
εμποροπλοίαρχος • (emporoploíarchos) m (plural εμποροπλοίαρχοι)
Declension
declension of εμποροπλοίαρχος
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | εμποροπλοίαρχος • | εμποροπλοίαρχοι • |
genitive | εμποροπλοιάρχου • | εμποροπλοιάρχων • |
accusative | εμποροπλοίαρχο • | εμποροπλοιάρχους • |
vocative | εμποροπλοίαρχε • | εμποροπλοίαρχοι • |
References
- εμποροπλοίαρχος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.