ελληνορωμαϊκός
Greek
Alternative forms
- ελληνορρωμαϊκός (ellinorromaïkós)
Etymology
From French gréco-romain (“Graeco-Roman”).
Adjective
ελληνορωμαϊκός • (ellinoromaïkós) m (feminine ελληνορωμαϊκή, neuter ελληνορωμαϊκό)
- Graeco-Roman (British), Greco-Roman (US)
Declension
Declension of ελληνορωμαϊκός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ελληνορωμαϊκός • | ελληνορωμαϊκή • | ελληνορωμαϊκό • | ελληνορωμαϊκοί • | ελληνορωμαϊκές • | ελληνορωμαϊκά • |
genitive | ελληνορωμαϊκού • | ελληνορωμαϊκής • | ελληνορωμαϊκού • | ελληνορωμαϊκών • | ελληνορωμαϊκών • | ελληνορωμαϊκών • |
accusative | ελληνορωμαϊκό • | ελληνορωμαϊκή • | ελληνορωμαϊκό • | ελληνορωμαϊκούς • | ελληνορωμαϊκές • | ελληνορωμαϊκά • |
vocative | ελληνορωμαϊκέ • | ελληνορωμαϊκή • | ελληνορωμαϊκό • | ελληνορωμαϊκοί • | ελληνορωμαϊκές • | ελληνορωμαϊκά • |
Related terms
- see: Ελλάδα f (Elláda, “Greece”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.