ελκυστικός
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἑλκυστικός (helkustikós, “drawing”).
Pronunciation
- IPA(key): /elcistiˈkos/
- Hyphenation: ελ‧κυ‧στι‧κός
Declension
Declension of ελκυστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ελκυστικός • | ελκυστική • | ελκυστικό • | ελκυστικοί • | ελκυστικές • | ελκυστικά • |
genitive | ελκυστικού • | ελκυστικής • | ελκυστικού • | ελκυστικών • | ελκυστικών • | ελκυστικών • |
accusative | ελκυστικό • | ελκυστική • | ελκυστικό • | ελκυστικούς • | ελκυστικές • | ελκυστικά • |
vocative | ελκυστικέ • | ελκυστική • | ελκυστικό • | ελκυστικοί • | ελκυστικές • | ελκυστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ελκυστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ελκυστικός, etc.) |
Synonyms
- γοητευτικός (goïteftikós)
Antonyms
- απωθητικός (apothitikós, “repulsive”)
Related terms
- ελκυστικότητα f (elkystikótita, “attractiveness”)
- ελκύω (elkýo, “to attract”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.