εκατόλιτρο
Greek
Etymology
French hectolitre, as if εκατό- (ekató-) + λίτρο (lítro)
Declension
declension of εκατόλιτρο
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | εκατόλιτρο • | εκατόλιτρα • |
genitive | χιλιομέτρου •, εκατόλιτρου • | χιλιομέτρων •, εκατόλιτρων • |
accusative | εκατόλιτρο • | εκατόλιτρα • |
vocative | εκατόλιτρο • | εκατόλιτρα • |
Further reading
- εκατόλιτρο - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.