εκατομμυριούχος
Greek
Etymology
εκατομμύριο (ekatommýrio, “million”) + -ούχος (-oúchos, “owner, with”)
Declension
declension of εκατομμυριούχος
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | εκατομμυριούχος • | εκατομμυριούχοι • |
genitive | εκατομμυριούχου • | εκατομμυριούχων • |
accusative | εκατομμυριούχο • | εκατομμυριούχους • |
vocative | εκατομμυριούχε • | εκατομμυριούχοι • |
Related terms
- εκατομμύριο n (ekatommýrio, “million”)
- and see: εκατό n (ekató, “hundred, 100”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.