εικονίδιο
Greek
Declension
declension of εικονίδιο
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | εικονίδιο • | εικονίδια • |
genitive | εικονιδίου •, εικονίδιου • | εικονιδίων • |
accusative | εικονίδιο • | εικονίδια • |
vocative | εικονίδιο • | εικονίδια • |
Related terms
- εικόνα f (eikóna, “icon”) (religious)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.