εικαστικός
Greek
Declension
Declension of εικαστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εικαστικός • | εικαστική • | εικαστικό • | εικαστικοί • | εικαστικές • | εικαστικά • |
genitive | εικαστικού • | εικαστικής • | εικαστικού • | εικαστικών • | εικαστικών • | εικαστικών • |
accusative | εικαστικό • | εικαστική • | εικαστικό • | εικαστικούς • | εικαστικές • | εικαστικά • |
vocative | εικαστικέ • | εικαστική • | εικαστικό • | εικαστικοί • | εικαστικές • | εικαστικά • |
Related terms
- εικαστικές τέχνες f pl (eikastikés téchnes, “visual arts”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.