ειδοποίηση
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /i.ðoˈpi.i.si/
Noun
ειδοποίηση • (eidopoíisi) f (plural ειδοποιήσεις)
Declension
declension of ειδοποίηση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | ειδοποίηση • | ειδοποιήσεις • | |
genitive | ειδοποίησης • | ειδοποιήσεων • | |
accusative | ειδοποίηση • | ειδοποιήσεις • | |
vocative | ειδοποίηση • | ειδοποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: ειδοποιήσεως • |
Related terms
- ειδοποιώ (eidopoió, “notify, inform”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.