εδώδιμος
Greek
Adjective
εδώδιμος • (edódimos) m (feminine εδώδιμη, neuter εδώδιμο)
- edible (that can be eaten without harm; suitable for consumption)
Declension
Declension of εδώδιμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εδώδιμος • | εδώδιμη • | εδώδιμο • | εδώδιμοι • | εδώδιμες • | εδώδιμα • |
genitive | εδώδιμου • | εδώδιμης • | εδώδιμου • | εδώδιμων • | εδώδιμων • | εδώδιμων • |
accusative | εδώδιμο • | εδώδιμη • | εδώδιμο • | εδώδιμους • | εδώδιμες • | εδώδιμα • |
vocative | εδώδιμε • | εδώδιμη • | εδώδιμο • | εδώδιμοι • | εδώδιμες • | εδώδιμα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.