εγκατάλειψη
Greek
Etymology
Learnedly, from Koine Greek ἐγκατάλειψις (“residual symptom”) from ἐγκᾰτᾰλείπω (enkataleípō). Morphologically, (εν-) εγ- (“in”) + κατα- (“totally”) + λειψ- from verb λείπω (leípō).
Pronunciation
- IPA(key): /eŋ.ɡaˈta.li.psi/
- Hyphenation: ε‧γκα‧τά‧λει‧ψη
- Hyphenation: εγ‧κα‧τά‧λει‧ψη
Noun
εγκατάλειψη • (egkatáleipsi) f (uncountable)
- abandonment
- Η εγκατάλειψή του από τη μητέρα του τον σημάδεψε βαθιά.
- I egkatáleipsí tou apó ti mitéra tou ton simádepse vathiá.
- His abandonment by his mother scarred him deeply.
- Αντίκρισαν στο έρημο σπίτι μια εικόνα πλήρους εγκατάλειψης
- Antíkrisan sto érimo spíti mia eikóna plírous egkatáleipsis
- In the deserted house they faced a scene of complete of abandonment.
Declension
εγκατάλειψη
case \ number | singular | |
---|---|---|
nominative | εγκατάλειψη • | |
genitive | εγκατάλειψης • | |
accusative | εγκατάλειψη • | |
vocative | εγκατάλειψη • | |
Older or formal genitive singular: εγκαταλείψεως • |
Related terms
- εγκαταλείπω (egkataleípo, “abandon”)
- and see: λείπω (leípo, “I am absent”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.