δυναμικός
Ancient Greek
Pronunciation
- (5th BCE Attic) IPA(key): /dy.na.mi.kós/
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /dy.na.miˈkos/
- (4th CE Koine) IPA(key): /ðy.na.miˈkos/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /ðy.na.miˈkos/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /ði.na.miˈkos/
Adjective
δῠνᾰμῐκός • (dunamikós) m (feminine δῠνᾰμῐκή, neuter δῠνᾰμῐκόν); first/second declension
Inflection
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||||
Nominative | δῠνᾰμῐκός dunamikós |
δῠνᾰμῐκή dunamikḗ |
δῠνᾰμῐκόν dunamikón |
δῠνᾰμῐκώ dunamikṓ |
δῠνᾰμῐκᾱ́ dunamikā́ |
δῠνᾰμῐκώ dunamikṓ |
δῠνᾰμῐκοί dunamikoí |
δῠνᾰμῐκαί dunamikaí |
δῠνᾰμῐκᾰ́ dunamiká | |||||
Genitive | δῠνᾰμῐκοῦ dunamikoû |
δῠνᾰμῐκῆς dunamikês |
δῠνᾰμῐκοῦ dunamikoû |
δῠνᾰμῐκοῖν dunamikoîn |
δῠνᾰμῐκαῖν dunamikaîn |
δῠνᾰμῐκοῖν dunamikoîn |
δῠνᾰμῐκῶν dunamikôn |
δῠνᾰμῐκῶν dunamikôn |
δῠνᾰμῐκῶν dunamikôn | |||||
Dative | δῠνᾰμῐκῷ dunamikôi |
δῠνᾰμῐκῇ dunamikêi |
δῠνᾰμῐκῷ dunamikôi |
δῠνᾰμῐκοῖν dunamikoîn |
δῠνᾰμῐκαῖν dunamikaîn |
δῠνᾰμῐκοῖν dunamikoîn |
δῠνᾰμῐκοῖς dunamikoîs |
δῠνᾰμῐκαῖς dunamikaîs |
δῠνᾰμῐκοῖς dunamikoîs | |||||
Accusative | δῠνᾰμῐκόν dunamikón |
δῠνᾰμῐκήν dunamikḗn |
δῠνᾰμῐκόν dunamikón |
δῠνᾰμῐκώ dunamikṓ |
δῠνᾰμῐκᾱ́ dunamikā́ |
δῠνᾰμῐκώ dunamikṓ |
δῠνᾰμῐκούς dunamikoús |
δῠνᾰμῐκᾱ́ς dunamikā́s |
δῠνᾰμῐκᾰ́ dunamiká | |||||
Vocative | δῠνᾰμῐκέ dunamiké |
δῠνᾰμῐκή dunamikḗ |
δῠνᾰμῐκόν dunamikón |
δῠνᾰμῐκώ dunamikṓ |
δῠνᾰμῐκᾱ́ dunamikā́ |
δῠνᾰμῐκώ dunamikṓ |
δῠνᾰμῐκοί dunamikoí |
δῠνᾰμῐκαί dunamikaí |
δῠνᾰμῐκᾰ́ dunamiká | |||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | |||||||||||
δῠνᾰμῐκῶς dunamikôs |
δῠνᾰμῐκώτερος dunamikṓteros |
δῠνᾰμῐκώτᾰτος dunamikṓtatos | ||||||||||||
Notes: |
|
Further reading
- “δυναμικός”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- δυναμικός in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- δυναμικός in the Diccionario Griego–Español en línea (2006–2024)
Greek
Etymology
From Ancient Greek δυναμικός (dunamikós).
Adjective
δυναμικός • (dynamikós) m (feminine δυναμική, neuter δυναμικό)
Declension
Declension of δυναμικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δυναμικός • | δυναμική • | δυναμικό • | δυναμικοί • | δυναμικές • | δυναμικά • |
genitive | δυναμικού • | δυναμικής • | δυναμικού • | δυναμικών • | δυναμικών • | δυναμικών • |
accusative | δυναμικό • | δυναμική • | δυναμικό • | δυναμικούς • | δυναμικές • | δυναμικά • |
vocative | δυναμικέ • | δυναμική • | δυναμικό • | δυναμικοί • | δυναμικές • | δυναμικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δυναμικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δυναμικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δυναμικότερος • | δυναμικότερη • | δυναμικότερο • | δυναμικότεροι • | δυναμικότερες • | δυναμικότερα • |
genitive | δυναμικότερου • | δυναμικότερης • | δυναμικότερου • | δυναμικότερων • | δυναμικότερων • | δυναμικότερων • |
accusative | δυναμικότερο • | δυναμικότερη • | δυναμικότερο • | δυναμικότερους • | δυναμικότερες • | δυναμικότερα • |
vocative | δυναμικότερε • | δυναμικότερη • | δυναμικότερο • | δυναμικότεροι • | δυναμικότερες • | δυναμικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο δυναμικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δυναμικότατος • | δυναμικότατη • | δυναμικότατο • | δυναμικότατοι • | δυναμικότατες • | δυναμικότατα • |
genitive | δυναμικότατου • | δυναμικότατης • | δυναμικότατου • | δυναμικότατων • | δυναμικότατων • | δυναμικότατων • |
accusative | δυναμικότατο • | δυναμικότατη • | δυναμικότατο • | δυναμικότατους • | δυναμικότατες • | δυναμικότατα • |
vocative | δυναμικότατε • | δυναμικότατη • | δυναμικότατο • | δυναμικότατοι • | δυναμικότατες • | δυναμικότατα • |
Related terms
- δυναμικό n (dynamikó, “potential”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.