διψασμένος
Greek
Etymology
Passive participle of διψάω, διψώ (“drink”), a verb with no passive voice.
Pronunciation
- IPA(key): /ði.psaˈzme.nos/
- Hyphenation: δι‧ψα‧σμέ‧νος
Declension
Declension of διψασμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διψασμένος • | διψασμένη • | διψασμένο • | διψασμένοι • | διψασμένες • | διψασμένα • |
genitive | διψασμένου • | διψασμένης • | διψασμένου • | διψασμένων • | διψασμένων • | διψασμένων • |
accusative | διψασμένο • | διψασμένη • | διψασμένο • | διψασμένους • | διψασμένες • | διψασμένα • |
vocative | διψασμένε • | διψασμένη • | διψασμένο • | διψασμένοι • | διψασμένες • | διψασμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διψασμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διψασμένος, etc.) |
Antonyms
- αδίψαστος (adípsastos, “not thirsty”)
Related terms
- see: δίψα f (dípsa, “thirst”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.