δικομανής
Greek
Adjective
δικομανής • (dikomanís) m (feminine δικομανής, neuter δικομανές)
- litigious (inclined to engage in lawsuits)
Declension
Declension of δικομανής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δικομανής • | δικομανής • | δικομανές • | δικομανείς • | δικομανείς • | δικομανή • |
genitive | δικομανούς • | δικομανούς • | δικομανούς • | δικομανών • | δικομανών • | δικομανών • |
accusative | δικομανή • | δικομανή • | δικομανές • | δικομανείς • | δικομανείς • | δικομανή • |
vocative | δικομανή • / δικομανής • | δικομανής • | δικομανές • | δικομανείς • | δικομανείς • | δικομανή • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δικομανής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δικομανής, etc.) |
Further reading
- δικομανής - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.