διεγερμένος
Greek
Etymology
Perfect participle of διεγείρομαι (diegeíromai), passive voice of διεγείρω (“stimulate”).
Pronunciation
- IPA(key): /ði.e.ʝeɾˈme.nos/
- Hyphenation: δι‧ε‧γερ‧μέ‧νος
Declension
Declension of διεγερμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διεγερμένος • | διεγερμένη • | διεγερμένο • | διεγερμένοι • | διεγερμένες • | διεγερμένα • |
genitive | διεγερμένου • | διεγερμένης • | διεγερμένου • | διεγερμένων • | διεγερμένων • | διεγερμένων • |
accusative | διεγερμένο • | διεγερμένη • | διεγερμένο • | διεγερμένους • | διεγερμένες • | διεγερμένα • |
vocative | διεγερμένε • | διεγερμένη • | διεγερμένο • | διεγερμένοι • | διεγερμένες • | διεγερμένα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.