διαποδιαμορφωτής
Greek
Declension
declension of διαποδιαμορφωτής
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | διαποδιαμορφωτής • | διαποδιαμορφωτές • |
genitive | διαποδιαμορφωτή • | διαποδιαμορφωτών • |
accusative | διαποδιαμορφωτή • | διαποδιαμορφωτές • |
vocative | διαποδιαμορφωτή • | διαποδιαμορφωτές • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.