διανεμητικός
Greek
Adjective
διανεμητικός • (dianemitikós) m (feminine διανεμητική, neuter διανεμητικό)
- relating to distribution, distributive
Declension
Declension of διανεμητικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διανεμητικός • | διανεμητική • | διανεμητικό • | διανεμητικοί • | διανεμητικές • | διανεμητικά • |
genitive | διανεμητικού • | διανεμητικής • | διανεμητικού • | διανεμητικών • | διανεμητικών • | διανεμητικών • |
accusative | διανεμητικό • | διανεμητική • | διανεμητικό • | διανεμητικούς • | διανεμητικές • | διανεμητικά • |
vocative | διανεμητικέ • | διανεμητική • | διανεμητικό • | διανεμητικοί • | διανεμητικές • | διανεμητικά • |
Related terms
- διανομή f (dianomí, “distribution of goods”)
- διανεμήτρια f (dianemítria, “dispatcher”)
- διανεμητής m (dianemitís, “dispatcher”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.