διαμαρτυρία
Greek
Noun
διαμαρτυρία • (diamartyría) f (plural διαμαρτυρίες)
- protest (formal objection)
- πορεία διαμαρτυρίας
- protest march
- πορεία διαμαρτυρίας
Declension
declension of διαμαρτυρία
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | διαμαρτυρία • | διαμαρτυρίες • |
genitive | διαμαρτυρίας • | διαμαρτυριών • |
accusative | διαμαρτυρία • | διαμαρτυρίες • |
vocative | διαμαρτυρία • | διαμαρτυρίες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.