διαδικασία
Greek
Noun
διαδικασία • (diadikasía) f (plural διαδικασίες)
Declension
declension of διαδικασία
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | διαδικασία • | διαδικασίες • |
genitive | διαδικασίας • | διαδικασιών • |
accusative | διαδικασία • | διαδικασίες • |
vocative | διαδικασία • | διαδικασίες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.