διαδίκτυο
See also: Διαδίκτυο
Greek
Alternative forms
- Διαδίκτυο n (Diadíktyo, “the Internet”)
Pronunciation
- IPA(key): /ði̯aˈðiktio/, /ðʝaˈðiktio/
- Hyphenation: δι‧α‧δί‧κτυ‧ο
Noun
διαδίκτυο • (diadíktyo) n (plural διαδίκτυα)
Declension
declension of διαδίκτυο
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | διαδίκτυο • | διαδίκτυα • |
genitive | διαδικτύου •, διαδίκτυου • | διαδικτύων •, διαδίκτυων • |
accusative | διαδίκτυο • | διαδίκτυα • |
vocative | διαδίκτυο • | διαδίκτυα • |
Further reading
- διαδίκτυο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.