γυροσκοπικός
Greek
Adjective
γυροσκοπικός • (gyroskopikós) m (feminine γυροσκοπική, neuter γυροσκοπικό)
- gyroscopic, gyro
- γυροσκοπική πυξίδα ― gyroskopikí pyxída ― gyrocompass
Declension
Declension of γυροσκοπικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γυροσκοπικός • | γυροσκοπική • | γυροσκοπικό • | γυροσκοπικοί • | γυροσκοπικές • | γυροσκοπικά • |
genitive | γυροσκοπικού • | γυροσκοπικής • | γυροσκοπικού • | γυροσκοπικών • | γυροσκοπικών • | γυροσκοπικών • |
accusative | γυροσκοπικό • | γυροσκοπική • | γυροσκοπικό • | γυροσκοπικούς • | γυροσκοπικές • | γυροσκοπικά • |
vocative | γυροσκοπικέ • | γυροσκοπική • | γυροσκοπικό • | γυροσκοπικοί • | γυροσκοπικές • | γυροσκοπικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γυροσκοπικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γυροσκοπικός, etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.