γυαλιστερός
Greek
Adjective
γυαλιστερός • (gyalisterós) m (feminine γυαλιστερή, neuter γυαλιστερό)
Declension
Declension of γυαλιστερός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γυαλιστερός • | γυαλιστερή • | γυαλιστερό • | γυαλιστεροί • | γυαλιστερές • | γυαλιστερά • |
genitive | γυαλιστερού • | γυαλιστερής • | γυαλιστερού • | γυαλιστερών • | γυαλιστερών • | γυαλιστερών • |
accusative | γυαλιστερό • | γυαλιστερή • | γυαλιστερό • | γυαλιστερούς • | γυαλιστερές • | γυαλιστερά • |
vocative | γυαλιστερέ • | γυαλιστερή • | γυαλιστερό • | γυαλιστεροί • | γυαλιστερές • | γυαλιστερά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γυαλιστερός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γυαλιστερός, etc.) |
Antonyms
- αγυάλιστος (agyálistos, “unpolished”)
- αλουστράριστος (aloustráristos, “unpolished”)
Related terms
- γυαλίζω (gyalízo, “to polish”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.