γελούν και οι κότες μαζί μου

Greek

Pronunciation

  • IPA(key): /ʝeˈluŋ ce i ˈkotes maˈzi mu/
  • Hyphenation: γε‧λούν και οι κό‧τες μα‧ζί μου

Verb

γελούν και οι κότες μαζί μου • (geloún kai oi kótes mazí mou) (literally: even the chickens are laughing at me)

  1. (idiomatic) to be a laughing stock
    Τον καημένο. Έτσι που τον άφησε η γυναίκα του, γελούν και οι κότες μαζί του.
    Ton kaïméno. Étsi pou ton áfise i gynaíka tou, geloún kai oi kótes mazí tou.
    The poor guy. Since his wife left him, he's been a laughing stock.

Synonyms

  • είμαι ο περίγελως (eímai o perígelos, to be a laughing stock)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.