γαλανομάτης
Greek
Declension
Declension of γαλανομάτης
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γαλανομάτης • | γαλανομάτα • | γαλανομάτικο • | γαλανομάτηδες • | γαλανομάτες • | γαλανομάτικα • |
genitive | γαλανομάτη • | γαλανομάτας • | γαλανομάτικου • | γαλανομάτηδων • | — | γαλανομάτικων • |
accusative | γαλανομάτη • | γαλανομάτα • | γαλανομάτικο • | γαλανομάτηδες • | γαλανομάτες • | γαλανομάτικα • |
vocative | γαλανομάτη • | γαλανομάτα • | γαλανομάτικο • | γαλανομάτηδες • | γαλανομάτες • | γαλανομάτικα • |
Noun
γαλανομάτης • (galanomátis) m (plural γαλανομάτηδες, feminine γαλανομάτισσα)
Declension
declension of γαλανομάτης
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | γαλανομάτης • | γαλανομάτηδες • |
genitive | γαλανομάτη • | γαλανομάτηδων • |
accusative | γαλανομάτη • | γαλανομάτηδες • |
vocative | γαλανομάτη • | γαλανομάτηδες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.