γαλακτικός
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ɣa.la.ktiˈkos/
- Hyphenation: γα‧λα‧κτι‧κός
Declension
Declension of γαλακτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γαλακτικός • | γαλακτική • | γαλακτικό • | γαλακτικοί • | γαλακτικές • | γαλακτικά • |
genitive | γαλακτικού • | γαλακτικής • | γαλακτικού • | γαλακτικών • | γαλακτικών • | γαλακτικών • |
accusative | γαλακτικό • | γαλακτική • | γαλακτικό • | γαλακτικούς • | γαλακτικές • | γαλακτικά • |
vocative | γαλακτικέ • | γαλακτική • | γαλακτικό • | γαλακτικοί • | γαλακτικές • | γαλακτικά • |
Related terms
- see: γάλα n (gála, “milk”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.