βρώσιμος
Greek
Adjective
βρώσιμος • (vrósimos) m (feminine βρώσιμη, neuter βρώσιμο)
- edible (that can be eaten without harm; suitable for consumption)
Declension
Declension of βρώσιμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βρώσιμος • | βρώσιμη • | βρώσιμο • | βρώσιμοι • | βρώσιμες • | βρώσιμα • |
genitive | βρώσιμου • | βρώσιμης • | βρώσιμου • | βρώσιμων • | βρώσιμων • | βρώσιμων • |
accusative | βρώσιμο • | βρώσιμη • | βρώσιμο • | βρώσιμους • | βρώσιμες • | βρώσιμα • |
vocative | βρώσιμε • | βρώσιμη • | βρώσιμο • | βρώσιμοι • | βρώσιμες • | βρώσιμα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.