βρεγμένος
Greek
Alternative forms
- βρεμένος (vreménos) (slightly less formal)
Etymology
Perfect participle of βρέχομαι (vréchomai), passive voice of βρέχω (“I wet -also: rain-”).
Pronunciation
- IPA(key): /vɾeɣˈme.nos/
- Hyphenation: βρεγ‧μέ‧νος
Participle
βρεγμένος • (vregménos) m (feminine βρεγμένη, neuter βρεγμένο)
- wet
- Synonyms: μουσκεμένος (mouskeménos), υγρός (ygrós)
Declension
Declension of βρεγμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βρεγμένος • | βρεγμένη • | βρεγμένο • | βρεγμένοι • | βρεγμένες • | βρεγμένα • |
genitive | βρεγμένου • | βρεγμένης • | βρεγμένου • | βρεγμένων • | βρεγμένων • | βρεγμένων • |
accusative | βρεγμένο • | βρεγμένη • | βρεγμένο • | βρεγμένους • | βρεγμένες • | βρεγμένα • |
vocative | βρεγμένε • | βρεγμένη • | βρεγμένο • | βρεγμένοι • | βρεγμένες • | βρεγμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βρεγμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βρεγμένος, etc.) |
Proverbs
- ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται (o vregménos ti vrochí den ti fovátai)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.