βολιβιανός
See also: Βολιβιανός
Greek
Adjective
βολιβιανός • (volivianós) m (feminine βολιβιανή, neuter βολιβιανό)
Declension
Declension of βολιβιανός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βολιβιανός • | βολιβιανή • | βολιβιανό • | βολιβιανοί • | βολιβιανές • | βολιβιανά • |
genitive | βολιβιανού • | βολιβιανής • | βολιβιανού • | βολιβιανών • | βολιβιανών • | βολιβιανών • |
accusative | βολιβιανό • | βολιβιανή • | βολιβιανό • | βολιβιανούς • | βολιβιανές • | βολιβιανά • |
vocative | βολιβιανέ • | βολιβιανή • | βολιβιανό • | βολιβιανοί • | βολιβιανές • | βολιβιανά • |
Related terms
- see: Βολιβία f (Volivía, “Bolivia”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.