βιόω

Ancient Greek

Etymology

βίος (bíos) + -όω (-óō). Doublet of inherited ζάω (záō).

Pronunciation

 

Verb

βῐόω • (bióō)

  1. to live

Conjugation

Synonyms

Derived terms

  • ἀβίωτος (abíōtos)
  • ἀναβιόω (anabióō)
  • ἀπεκβιόω (apekbióō)
  • ἀποβιόω (apobióō)
  • βιώσιμος (biṓsimos)
  • βιωτικός (biōtikós)
  • διαβιόω (diabióō)
  • ἐγκαταβιόω (enkatabióō)
  • ἐκβιόω (ekbióō)
  • ἐμβιόω (embióō)
  • ἐνδιόω (endióō)
  • ἐπιβιόω (epibióō)
  • καταβιόω (katabióō)
  • μεταβιόω (metabióō)
  • περιβιόω (peribióō)
  • προβιόω (probióō)
  • προσβιόω (prosbióō)
  • προσσυμβιόω (prossumbióō)
  • συγκαταβιόω (sunkatabióō)
  • συμβιόω (sumbióō)
  • συνεκβιόω (sunekbióō)
  • ὑπερβιόω (huperbióō)

Further reading

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.