βελονόουρος
Greek
Adjective
βελονόουρος • (velonóouros) m (feminine βελονόουρη, neuter βελονόουρο)
Declension
Declension of βελονόουρος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βελονόουρος • | βελονόουρη • | βελονόουρο • | βελονόουροι • | βελονόουρες • | βελονόουρα • |
genitive | βελονόουρου • | βελονόουρης • | βελονόουρου • | βελονόουρων • | βελονόουρων • | βελονόουρων • |
accusative | βελονόουρο • | βελονόουρη • | βελονόουρο • | βελονόουρους • | βελονόουρες • | βελονόουρα • |
vocative | βελονόουρε • | βελονόουρη • | βελονόουρο • | βελονόουροι • | βελονόουρες • | βελονόουρα • |
Derived terms
- βελονόουρη περιστερόκοτα f (velonóouri peristerókota, “pin-tailed sandgrouse”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.