αόριστος
See also: ἀόριστος
Greek
Alternative forms
- αόρ. (aór.), αόριστ. (aórist.) — abbreviation, linguistics
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek ἀόριστος (aóristos, adjective). The noun is a learned borrowing from Koine Greek ἀόριστος (aóristos, “aorist tense”, noun).
Adjective
αόριστος • (aóristos) m (feminine αόριστη, neuter αόριστο)
- vague
- (grammar) indefinite
- αόριστο άρθρο ― aóristo árthro ― indefinite article
- αόριστη αντωνυμία ― aóristi antonymía ― indefinite pronoun
- (grammar) preterite
Declension
Declension of αόριστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αόριστος • | αόριστη • | αόριστο • | αόριστοι • | αόριστες • | αόριστα • |
genitive | αόριστου • | αόριστης • | αόριστου • | αόριστων • | αόριστων • | αόριστων • |
accusative | αόριστο • | αόριστη • | αόριστο • | αόριστους • | αόριστες • | αόριστα • |
vocative | αόριστε • | αόριστη • | αόριστο • | αόριστοι • | αόριστες • | αόριστα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αόριστος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αόριστος, etc.) |
Related terms
- αοριστία f (aoristía, “vagueness”)
- αοριστίες f pl (aoristíes, “vague words”)
- αοριστολογία f (aoristología, “generalities, vagueness”)
- αοριστολογικός (aoristologikós, “ambiguous, vague”)
- αοριστολογώ (aoristologó, “to be vague”)
Noun
αόριστος • (aóristos) m (plural αόριστοι)
- (grammar) aorist, past tense, simple past, perfective past
Declension
Further reading
- αόριστος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.