αφρισμένος
Greek
Etymology
Perfect passive participle of αφρίζω (afrízo), a verb with no passive forms.
Pronunciation
- IPA(key): /a.fɾiˈzme.nos/
- Hyphenation: α‧φρι‧σμέ‧νος
Participle
αφρισμένος • (afrisménos) m (feminine αφρισμένη, neuter αφρισμένο)
Declension
Declension of αφρισμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αφρισμένος • | αφρισμένη • | αφρισμένο • | αφρισμένοι • | αφρισμένες • | αφρισμένα • |
genitive | αφρισμένου • | αφρισμένης • | αφρισμένου • | αφρισμένων • | αφρισμένων • | αφρισμένων • |
accusative | αφρισμένο • | αφρισμένη • | αφρισμένο • | αφρισμένους • | αφρισμένες • | αφρισμένα • |
vocative | αφρισμένε • | αφρισμένη • | αφρισμένο • | αφρισμένοι • | αφρισμένες • | αφρισμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αφρισμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αφρισμένος, etc.) |
Related terms
- see: αφρός m (afrós, “foam”)
Further reading
- αφρισμένος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.