ασυντέλεστος
Greek
Adjective
ασυντέλεστος • (asyntélestos) m (feminine ασυντέλεστη, neuter ασυντέλεστο)
- unfinished, incomplete, endless
- Synonyms: ατέλειωτος (atéleiotos), ασυμπλήρωτος (asymplírotos)
Declension
Declension of ασυντέλεστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασυντέλεστος • | ασυντέλεστη • | ασυντέλεστο • | ασυντέλεστοι • | ασυντέλεστες • | ασυντέλεστα • |
genitive | ασυντέλεστου • | ασυντέλεστης • | ασυντέλεστου • | ασυντέλεστων • | ασυντέλεστων • | ασυντέλεστων • |
accusative | ασυντέλεστο • | ασυντέλεστη • | ασυντέλεστο • | ασυντέλεστους • | ασυντέλεστες • | ασυντέλεστα • |
vocative | ασυντέλεστε • | ασυντέλεστη • | ασυντέλεστο • | ασυντέλεστοι • | ασυντέλεστες • | ασυντέλεστα • |
Related terms
- see: τέλος n (télos, “end”)
Further reading
- ασυντέλεστος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.