ασυνείδητος
Greek
Adjective
ασυνείδητος • (asyneíditos) m (feminine ασυνείδητη, neuter ασυνείδητο)
- unprincipled, dishonest, unscrupulous
- (nominalised, neuter, psychology) (the) unconscious
Declension
Declension of ασυνείδητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασυνείδητος • | ασυνείδητη • | ασυνείδητο • | ασυνείδητοι • | ασυνείδητες • | ασυνείδητα • |
genitive | ασυνείδητου • | ασυνείδητης • | ασυνείδητου • | ασυνείδητων • | ασυνείδητων • | ασυνείδητων • |
accusative | ασυνείδητο • | ασυνείδητη • | ασυνείδητο • | ασυνείδητους • | ασυνείδητες • | ασυνείδητα • |
vocative | ασυνείδητε • | ασυνείδητη • | ασυνείδητο • | ασυνείδητοι • | ασυνείδητες • | ασυνείδητα • |
Related terms
- ασυνειδησία f (asyneidisía, “unscrupulousness”)
- ασυνείδητο f (asyneídito, “(the) unconscious”)
- ασύνειδος (asýneidos, “of the unconscious”, adjective)
- and see: συνείδηση f (syneídisi, “conscience”)
Further reading
- ασυνείδητος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.