ασυμφωνία
Greek
Noun
ασυμφωνία • (asymfonía) f (plural ασυμφωνίες)
- disagreement, lack of agreement
- Synonyms: παραφωνία (parafonía), αντιγνωμία (antignomía), διχογνωμία (dichognomía), διαφωνία (diafonía)
- Antonym: συμφωνία (symfonía)
- (music) dissonance
- Synonym: παραφωνία (parafonía)
Declension
declension of ασυμφωνία
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | ασυμφωνία • | ασυμφωνίες • | |
genitive | ασυμφωνίας • | ασυμφωνιών • | |
accusative | ασυμφωνία • | ασυμφωνίες • | |
vocative | ασυμφωνία • | ασυμφωνίες • | |
The genitive plural form is rare |
Related terms
- ασυμφώνητος (asymfónitos, “not agreed”, adjective)
- ασύμφωνος (asýmfonos, “at variance”, adjective)
Further reading
- ασυμφωνία - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.