αρχιμαγείρισσα
Greek
Etymology
From αρχι- (archi-, “first, chief”) + μαγείρισσα (mageírissa, “(female) cook, chef”) or αρχιμάγειρας (archimágeiras, “head chef”) + -ισσα (-issa, feminine suffix).
Noun
αρχιμαγείρισσα • (archimageírissa) f (plural αρχιμαγείρισσες, masculine αρχιμάγειρας or αρχιμάγειρος)
Declension
declension of αρχιμαγείρισσα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αρχιμαγείρισσα • | αρχιμαγείρισσες • |
genitive | αρχιμαγείρισσας • | αρχιμαγειρισσών • |
accusative | αρχιμαγείρισσα • | αρχιμαγείρισσες • |
vocative | αρχιμαγείρισσα • | αρχιμαγείρισσες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.