αρχέτυπος
See also: ἀρχέτυπος
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἀρχέτυπος (arkhétupos).
Pronunciation
- IPA(key): /arˈçe.ti.pos/
Declension
Declension of αρχέτυπος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρχέτυπος • | αρχέτυπη • | αρχέτυπο • | αρχέτυποι • | αρχέτυπες • | αρχέτυπα • |
genitive | αρχέτυπου • | αρχέτυπης • | αρχέτυπου • | αρχέτυπων • | αρχέτυπων • | αρχέτυπων • |
accusative | αρχέτυπο • | αρχέτυπη • | αρχέτυπο • | αρχέτυπους • | αρχέτυπες • | αρχέτυπα • |
vocative | αρχέτυπε • | αρχέτυπη • | αρχέτυπο • | αρχέτυποι • | αρχέτυπες • | αρχέτυπα • |
Further reading
- αρχέτυπος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.