αρσενικοθήλυκος
Greek
Adjective
αρσενικοθήλυκος • (arsenikothílykos) m (feminine αρσενικοθήλυκη, neuter αρσενικοθήλυκο)
- hermaphrodite
- Synonym: ερμαφρόδιτος (ermafróditos)
- (figurative) having contradictory properties
Declension
Declension of αρσενικοθήλυκος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρσενικοθήλυκος • | αρσενικοθήλυκη • | αρσενικοθήλυκο • | αρσενικοθήλυκοι • | αρσενικοθήλυκες • | αρσενικοθήλυκα • |
genitive | αρσενικοθήλυκου • | αρσενικοθήλυκης • | αρσενικοθήλυκου • | αρσενικοθήλυκων • | αρσενικοθήλυκων • | αρσενικοθήλυκων • |
accusative | αρσενικοθήλυκο • | αρσενικοθήλυκη • | αρσενικοθήλυκο • | αρσενικοθήλυκους • | αρσενικοθήλυκες • | αρσενικοθήλυκα • |
vocative | αρσενικοθήλυκε • | αρσενικοθήλυκη • | αρσενικοθήλυκο • | αρσενικοθήλυκοι • | αρσενικοθήλυκες • | αρσενικοθήλυκα • |
Further reading
- αρσενικοθήλυκος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.