αρρύθμιστος
Greek
Adjective
αρρύθμιστος • (arrýthmistos) m (feminine αρρύθμιστη, neuter αρρύθμιστο)
- unregulated, irregular, not arranged
- (music) untuned
Declension
Declension of αρρύθμιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρρύθμιστος • | αρρύθμιστη • | αρρύθμιστο • | αρρύθμιστοι • | αρρύθμιστες • | αρρύθμιστα • |
genitive | αρρύθμιστου • | αρρύθμιστης • | αρρύθμιστου • | αρρύθμιστων • | αρρύθμιστων • | αρρύθμιστων • |
accusative | αρρύθμιστο • | αρρύθμιστη • | αρρύθμιστο • | αρρύθμιστους • | αρρύθμιστες • | αρρύθμιστα • |
vocative | αρρύθμιστε • | αρρύθμιστη • | αρρύθμιστο • | αρρύθμιστοι • | αρρύθμιστες • | αρρύθμιστα • |
Related terms
- see: αρρυθμία f (arrythmía, “absence of rhythm”)
Further reading
- αρρύθμιστος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.