αρρωστημένος
Greek
Etymology
Perfect passive participle of αρρωσταίνω (arrostaíno) or αρρωστώ, a verb without passive voice forms.
Pronunciation
- IPA(key): /a.ro.stiˈme.nos/
- Hyphenation: αρ‧ρω‧στη‧μέ‧νος
Participle
αρρωστημένος • (arrostiménos) m (feminine αρρωστημένη, neuter αρρωστημένο)
- beyond normal, healthy boundaries, pervert
- Το αρρωστημένο του μυαλό, η αρρωστημένη του φαντασία, τον οδήγησαν στο έγκλημα.
- To arrostiméno tou myaló, i arrostiméni tou fantasía, ton odígisan sto égklima.
- His sick mind, his sick imagination, led him to the crime.
- (literal, rare) sick
- (of plants, fruits) sickly
Declension
Declension of αρρωστημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρρωστημένος • | αρρωστημένη • | αρρωστημένο • | αρρωστημένοι • | αρρωστημένες • | αρρωστημένα • |
genitive | αρρωστημένου • | αρρωστημένης • | αρρωστημένου • | αρρωστημένων • | αρρωστημένων • | αρρωστημένων • |
accusative | αρρωστημένο • | αρρωστημένη • | αρρωστημένο • | αρρωστημένους • | αρρωστημένες • | αρρωστημένα • |
vocative | αρρωστημένε • | αρρωστημένη • | αρρωστημένο • | αρρωστημένοι • | αρρωστημένες • | αρρωστημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αρρωστημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αρρωστημένος, etc.) |
Synonyms
Derived terms
- αρρωστημένα (arrostiména, adverb)
Related terms
- see: άρρωστος (árrostos, “ill, sick”)
Further reading
- αρρωστημένος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
- αρρωστημένος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.