αρρυμοτόμητος
Greek
Adjective
αρρυμοτόμητος • (arrymotómitos) m (feminine αρρυμοτόμητη, neuter αρρυμοτόμητο)
- Alternative form of αρυμοτόμητος (arymotómitos)
Declension
Declension of αρρυμοτόμητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρρυμοτόμητος • | αρρυμοτόμητη • | αρρυμοτόμητο • | αρρυμοτόμητοι • | αρρυμοτόμητες • | αρρυμοτόμητα • |
genitive | αρρυμοτόμητου • | αρρυμοτόμητης • | αρρυμοτόμητου • | αρρυμοτόμητων • | αρρυμοτόμητων • | αρρυμοτόμητων • |
accusative | αρρυμοτόμητο • | αρρυμοτόμητη • | αρρυμοτόμητο • | αρρυμοτόμητους • | αρρυμοτόμητες • | αρρυμοτόμητα • |
vocative | αρρυμοτόμητε • | αρρυμοτόμητη • | αρρυμοτόμητο • | αρρυμοτόμητοι • | αρρυμοτόμητες • | αρρυμοτόμητα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.