αρνίσιος
Greek
Adjective
αρνίσιος • (arnísios) m (feminine αρνίσια, neuter αρνίσιο)
- lamb
- Το προϊόν έχει κατασκευαστεί με φυσικό 90% αρνίσιο μαλλί.
- To proïón échei kataskevasteí me fysikó 90% arnísio mallí.
- The product is made with 90% natural lamb's wool.
Declension
Declension of αρνίσιος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρνίσιος • | αρνίσια • | αρνίσιο • | αρνίσιοι • | αρνίσιες • | αρνίσια • |
genitive | αρνίσιου • | αρνίσιας • | αρνίσιου • | αρνίσιων • | αρνίσιων • | αρνίσιων • |
accusative | αρνίσιο • | αρνίσια • | αρνίσιο • | αρνίσιους • | αρνίσιες • | αρνίσια • |
vocative | αρνίσιε • | αρνίσια • | αρνίσιο • | αρνίσιοι • | αρνίσιες • | αρνίσια • |
Related terms
- see: αρνί n (arní, “lamb”)
Further reading
- αρνίσιος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.