αριστοτελικός
Greek
Alternative forms
- αριστοτέλειος (aristotéleios)
Adjective
αριστοτελικός • (aristotelikós) m (feminine αριστοτελική, neuter αριστοτελικό)
Declension
Declension of αριστοτελικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αριστοτελικός • | αριστοτελική • | αριστοτελικό • | αριστοτελικοί • | αριστοτελικές • | αριστοτελικά • |
genitive | αριστοτελικού • | αριστοτελικής • | αριστοτελικού • | αριστοτελικών • | αριστοτελικών • | αριστοτελικών • |
accusative | αριστοτελικό • | αριστοτελική • | αριστοτελικό • | αριστοτελικούς • | αριστοτελικές • | αριστοτελικά • |
vocative | αριστοτελικέ • | αριστοτελική • | αριστοτελικό • | αριστοτελικοί • | αριστοτελικές • | αριστοτελικά • |
Related terms
- see: Αριστοτέλης m (Aristotélis, “Aristotle”)
Further reading
- Αριστοτέλης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αριστοτελικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.