αργόμισθος
Greek
Declension
Declension of αργόμισθος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αργόμισθος • | αργόμισθη • | αργόμισθο • | αργόμισθοι • | αργόμισθες • | αργόμισθα • |
genitive | αργόμισθου • | αργόμισθης • | αργόμισθου • | αργόμισθων • | αργόμισθων • | αργόμισθων • |
accusative | αργόμισθο • | αργόμισθη • | αργόμισθο • | αργόμισθους • | αργόμισθες • | αργόμισθα • |
vocative | αργόμισθε • | αργόμισθη • | αργόμισθο • | αργόμισθοι • | αργόμισθες • | αργόμισθα • |
Related terms
- αργομισθία f (argomisthía, “sinecure”)
Further reading
- αργόμισθος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.