αργυρώνητος
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἀργυρώνητος (argurṓnētos), from ἄργυρος m (árguros, “money, silver”) + ὠνέομαι (ōnéomai, “to buy”)
Adjective
αργυρώνητος • (argyrónitos) m (feminine αργυρόηχη, neuter αργυρόηχο)
Declension
Declension of αργυρώνητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αργυρόηχος • | αργυρόηχη • | αργυρόηχο • | αργυρόηχοι • | αργυρόηχες • | αργυρόηχα • |
genitive | αργυρόηχου • | αργυρόηχης • | αργυρόηχου • | αργυρόηχων • | αργυρόηχων • | αργυρόηχων • |
accusative | αργυρόηχο • | αργυρόηχη • | αργυρόηχο • | αργυρόηχους • | αργυρόηχες • | αργυρόηχα • |
vocative | αργυρόηχε • | αργυρόηχη • | αργυρόηχο • | αργυρόηχοι • | αργυρόηχες • | αργυρόηχα • |
Related terms
- see: άργυρος m (árgyros, “silver”)
Further reading
- αργυρώνητος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.