αραχνοΰφαντος
Greek
Adjective
αραχνοΰφαντος • (arachnoÿ́fantos) m (feminine αραχνοΰφαντη, neuter αραχνοΰφαντο)
- finely spun or woven, diaphanous, like gossamer
Declension
Declension of αραχνοΰφαντος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αραχνοΰφαντος • | αραχνοΰφαντη • | αραχνοΰφαντο • | αραχνοΰφαντοι • | αραχνοΰφαντες • | αραχνοΰφαντα • |
genitive | αραχνοΰφαντου • | αραχνοΰφαντης • | αραχνοΰφαντου • | αραχνοΰφαντων • | αραχνοΰφαντων • | αραχνοΰφαντων • |
accusative | αραχνοΰφαντο • | αραχνοΰφαντη • | αραχνοΰφαντο • | αραχνοΰφαντους • | αραχνοΰφαντες • | αραχνοΰφαντα • |
vocative | αραχνοΰφαντε • | αραχνοΰφαντη • | αραχνοΰφαντο • | αραχνοΰφαντοι • | αραχνοΰφαντες • | αραχνοΰφαντα • |
Related terms
- see: αράχνη f (aráchni, “spider, cobweb”)
Further reading
- αραχνοΰφαντος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.