αράχνα

Pontic Greek

Alternative forms

  • 'ράχνα ('ráchna), 'ράχνα̤ ('ráchnä), αράνα (arána)

Etymology

Inherited from Ancient Greek ἀράχνη (arákhnē).

Noun

αράχνα (aráchna) f

  1. spider
  2. (by extension) cobweb, spiderweb

Derived terms

  • αράχνα̤σμαν (aráchnäsman)
  • αραχνέα (arachnéa)
  • αραχνέγομαι (arachnégomai)
  • αράχνεσμα (aráchnesma)
  • αραχνίτζα (arachnítza)
  • αραχνοπανέγομαι (arachnopanégomai)
  • αραχνοπάνι (arachnopáni)
  • αραχνοπανωτό (arachnopanotó)
  • αραχνόπο (arachnópo)
  • αραχνοπούλι (arachnopoúli)
  • αραχνοτσάκωμα (arachnotsákoma)
  • αραχνουδά̤ζω (arachnoudä́zo)
  • αραχνουδά̤σμαν (arachnoudä́sman)
  • αραχνοφώλι (arachnofóli)

Descendants

  • Laz: რახნა (raxna)
  • Turkish: arahna, araḫana, rağna, rahna, raḫna

References

  • Παπαδόπουλος, Άνθιμος (2016) “αράχνα”, in Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου [An historical dictionary of the Pontic dialect] (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 3), 2nd edition, Athens: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, pages 136–137
  • Παρχαρίδης, Ιωάννης (1883–1884) “Συλλογή ζώντων μνημείων της αρχαίας ελληνικής γλώσσης εν Όφει [Collection of living documents of the Ancient Greek language in Ophis]”, in Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος: Σύγγραμμα περιοδικόν (in Greek), volume 18, page 161a of 118–178
  • Oeconomides, D. E. (1908) Lautlehre des Pontischen (in German), Leipzig: A. Deichert'sche Verlagsbuchhandlung Nachf., page 87
  • Tursun, Vahit (2021) “αράχνα”, in Romeika – Türkçe Sözlük : Trabzon Rumcası, 2nd edition, Istanbul: Heyamola Yayınları, pages 159–160
  • Tzitzilis, Christos (1987) Griechische Lehnwörter im Türkischen (mit besonderer Berücksichtigung der anatolischen Dialekte) (Schriften der Balkan-Kommission, philologische Abteilung; 33) (in German), Vienna: Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften, § 34, page 27
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.