απόφθεγμα
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἀπόφθεγμα (apóphthegma).
Pronunciation
- IPA(key): /aˈpo.fθe.ɣma/
Noun
απόφθεγμα • (apófthegma) n (plural αποφθέγματα)
Declension
declension of απόφθεγμα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | απόφθεγμα • | αποφθέγματα • |
genitive | αποφθέγματος • | αποφθεγμάτων • |
accusative | απόφθεγμα • | αποφθέγματα • |
vocative | απόφθεγμα • | αποφθέγματα • |
Related terms
- αποφθεγματικός (apofthegmatikós, “aphoristic”, adjective)
- αποφθεγματικά (apofthegmatiká, “aphoristically”, adverb)
Further reading
- απόφθεγμα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- απόφθεγμα - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.