απόφανση
Greek
Declension
declension of απόφανση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | απόφανση • | αποφάνσεις • | |
genitive | απόφανσης • | αποφάνσεων • | |
accusative | απόφανση • | αποφάνσεις • | |
vocative | απόφανση • | αποφάνσεις • | |
Older or formal genitive singular: αποφάνσεως • |
Further reading
- απόφανση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- απόφανση - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.