απόδειπνο
Greek
Noun
απόδειπνο • (apódeipno) n (plural απόδειπνα)
Declension
declension of απόδειπνο
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | απόδειπνο • | απόδειπνα • | |
genitive | αποδείπνου •, απόδειπνου • | αποδείπνων • | |
accusative | απόδειπνο • | απόδειπνα • | |
vocative | απόδειπνο • | απόδειπνα • | |
there are less common gentive forms απόδειπνου • & απόδειπνων • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.